«Είναι» και ελευθερία

Το ποιός είμαι φαίνεται να έχει να κάνει με αυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει «περιβάλλον»: το φαγητό που τρώω, τις επιβλαβείς χημικές ουσίες στις οποίες έχω διαχρονικά εκτεθεί, τα επίπεδα θορύβου που έχω βιώσει, το πόσο ασφαλές ή επικίνδυνο ήταν το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα και αυτό στο οποίο σήμερα ζω, το αν και πόσα αδέρφια είχα, οι δάσκαλοι και οι συμμαθητές που μου έτυχαν, η ευρύτερη κοινωνία στην οποία μεγάλωσα (τα είδη και η μορφή των αντικειμένων γύρω μου, η τεχνολογία, οι ταινίες, οι διαφημίσεις και τα βιβλία που συνάντησα, οι νόμοι, το σχολικό πρόγραμμα, η συμπεριφορά των γύρω μου που έχουν και αυτοί απορροφήσει τις περιρρέουσες κοινωνικές αξίες, οι καθιερωμένες αντιλήψεις και συνήθειες…), οι προσωπικότητες και οι προηγούμενες εμπειρίες των γονιών μου (και, κατ’ επέκτασιν, αυτές των μακρινότερων προγόνων μου), ασθένειες που πέρασα, ατυχήματα που μου συνέβησαν, το γενετικό υλικό που μου έλαχε (με όλα τα ένστικτα και τις προδιαθέσεις που αυτό μου κληροδοτεί)…


Στη συνέχεια, φαίνεται ότι το μυαλό (οι αισθήσεις, οι αναμνήσεις, οι πεποιθήσεις, οι σκέψεις, τα συναισθήματα…) συνδέεται με το περιβάλλον: ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, η χρήση μιας χορήγηση μιας ψυχοτρόπας ουσίας, κλπ, έχουν στενή συσχέτιση με αλλαγές στις αισθήσεις, τη σκέψη και τα συναισθήματα.


Κατ’ επέκταση, φαίνεται πως και το «εγώ» (με όλες του τις προκαταλήψεις, τους φόβους, τις ελπίδες και τις επιθυμίες του, τα τρίγκερ του, την αυτοεικόνα του…) είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με—και διαμορφώνεται από—αυτό το περιβάλλον: ένας σοβαρός τραυματισμός, ή ένα ψυχικό τραύμα, ή μια καινούργια γνωριμία, ή ένα ενδιαφέρον βιβλίο, όπως και χίλια δυο άλλα πράγματα, μπορεί να αλλάξουν την δομή—την ταυτότητα—αυτού του «εγώ».


Ωστόσο, αν αφαιρέσω μια-μια τις επιρροές του περιβάλλοντος και τα ψυχικά του αποτυπώματα (τις πεποιθήσεις, τις προτιμήσεις, τις αναμνήσεις, την εθνικότητα, το αν είμαι άνδρας ή γυναίκα, κοντός ή ψηλός, γέρος ή νέος) όπως αφαιρώ μια-μια τις στρώσεις ενός κρεμμυδιού, κάτι παραμένει… Κάτι που υπήρχε και όταν ήμουν είκοσι, και όταν ήμουν δέκα, και πέντε, και τριών χρονών… Κάτι που δεν έχει διαμορφωθεί, και δεν επηρεάζεται, από το περιβάλλον: μια θεμελιώδης επίγνωση, ή μια καθαρή συνείδηση, το αρχικό αίσθημα του υπάρχειν, ο «παρατηρητής», αυτό που αντιλαμβάνεται, αυτό πάνω στο οποίο εμφανίζονται όλα τα συνειδησιακά μου φαινόμενα (όλες οι αισθήσεις, οι σκέψεις, τα συναισθήματα…), το «είναι».


Το περιβάλλον αυτού του «είναι» δεν είναι μόνο το εξωτερικό υλικό περιβάλλον (το κλίμα, το υψόμετρο, η καθαρότητα του αέρα, τα κτήρια, ο θόρυβος, και όλα τα υπόλοιπα προαναφερθέντα)… το ίδιο μου το σώμα αποτελεί επίσης περιβάλλον αυτού του «είναι», αυτού που κατοικεί στα θεμέλια—στον πυρήνα—της ύπαρξης.


Η αναγνώριση αυτής της διαφοράς μεταξύ του «είναι» και των επιπροσθέσεών του, δημιουργεί την δυνατότητα να αποταυτιστείς σταδιακά από αυτές. Σου επιτρέπει να αποκτήσεις σταδιακά την δυνατότητα να παρατηρείς τις σκέψεις, και τις κρίσεις, και τα συναισθήματα που εμφανίζονται στον συνειδησιακό σου χώρο χωρίς να τα καταπιέζεις ή να τα απωθείς… αλλά και χωρίς να γίνεσαι ένα μαζί τους. Αν δεν ταυτίζεσαι με την σκέψη σου (αν εσύ και οι σκέψεις σου δεν είσαστε ένα και το αυτό), αυτή η αποταύτιση δημιουργεί τον χώρο στον οποίο μπορείς να σταθείς και να πεις «αυτή τη στιγμή το μυαλό μου παράγει και μου προσφέρει αυτή την κρίση, αλλά αναγνωρίζω ότι μπορεί και να κάνει λάθος, και έτσι—προς το παρόν τουλάχιστον—επιλέγω να μην την εκλάβω ως απόλυτη αλήθεια αλλά να παραμείνω αναποφάσιστος». Το ίδιο με τα συναισθήματα: «αυτή τη στιγμή νιώθω οργή με την συμπεριφορά του άλλου, αλλά αυτή η οργή θα μπορούσε να οφείλεται και σε κάποιο δικό μου τρίγκερ και να με κάνει να παρερμηνεύω την πρόθεσή του».


Αντιθέτως, όσο παραμένεις ταυτισμένος με τα περιεχόμενα του μυαλού, με αυτή τη σκέψη και αυτό το συναίσθημα… όταν αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτε άλλο—καμιά άλλη εναλλακτική—εκτός από αυτή τη σκέψη και αυτό το συναίσθημα… τότε είναι το μυαλό σου που σε χρησιμοποιεί και όχι εσύ αυτό.


Και, αφού το μυαλό συνδέεται—προέρχεται και διαμορφώνεται—από το περιβάλλον, όσο παραμένεις ταυτισμένος μαζί του σε εξουσιάζει το περιβάλλον. Ίσως… όσο δεν βρίσκεις τον υπερβατικό χώρο να σταθείς για να αποταυτιστείς από αυτό… να μην μπορείς να έχεις ουσιαστική ελευθερία.

Εξυπνάδα και ανοησία

Όταν είσαι μικρός όλα είναι καινούργια, μαγικά, συνάμα πανέμορφα, σαγηνευτικά και μυστηριώδη, ακατανόητα, άδεια νοήματος. Αυτό καθιστά τον κόσμο ανοιχτό: ένα πεδίο ελεύθερου αυτοσχεδιασμού, απροκατάληπτης εξερεύνησης, παιχνιδιού… Αλλά, ταυτόχρονα, οι δυνατότητες των πραγμάτων είναι ακόμα κρυμμένες: κατά μια σημαντική έννοια, δεν έχεις την δυνατότητα να δημιουργήσεις, να στρέψεις και να εφαρμόσεις την θέλησή σου, δεν έχεις ουσιαστικές επιλογές άρα δεν έχεις και ουσιαστική ελευθερία δράσης. Ο κόσμος είναι ρευστός αλλά επίπεδος.

Όταν είσαι μεγάλος όλα είναι γνωστά, δεδομένα, κατανοητά. Ξέρεις πώς μπορείς να κινηθείς μέσα σε αυτά, υπάρχουν συγκεκριμένες επιλογές, εμφανή μονοπάτια δράσης. Κατά μια έννοια, πάλι σου λείπει η ελευθερία: έχοντας ολοκληρώσει την «βελτιστοποίησή» σου το πεδίο είναι πια κλειστό, ξέρεις πάντα τί να κάνεις, άρα δεν είσαι ελεύθερος, είσαι στον αυτόματο, είσαι αποσυνδεδεμένος. Ο κόσμος έχει βάθος αλλά είναι στατικός.

Ίσως το κλειδί να είναι να διατηρήσεις το βλέμμα του αρχαρίου, που μπορεί να μαθαίνει, να εξερευνεί, να βλέπει την μαγεία… ενώ ταυτόχρονα βλέπεις τα ήδη υπάρχοντα νοήματα. Να κατοικείς και στους δυο κόσμους: στον κόσμο των νοημάτων, αλλά και στον κόσμο της άμεσης μαγείας μέσα από τον οποίο μπορείς να ανακαλύπτεις, να αναιρείς και να δημιουργείς νέα νοήματα. Και στον χρόνο αλλά και στο τώρα.

Η σοφία περιέχει εξυπνάδα και ανοησία σε ίσες δόσεις!

Narcissistic self-love

The narcissist is in love with himself, but he doesn’t love himself. That is because, rather paradoxically, while he is in love with himself he is estranged from his actual self. He is in love with his own projection, quite like the youthful (and, therefore, necessarily immature) love at first sight in which each lover projects their needs and desires onto the other, and therefore fails to see the other for who he actually is.

     But where does that projection come from, then? It comes from the expectations of others: the narcissist sees, admires, and is in love with himself through the eyes of the others. The needs and desires which he projects on his own beloved image reflect his perception of the needs and desires of the others, and he subsequently strives towards becoming—or, rather, morphing into—that projection. On his way towards becoming the externally derived—and, thus, externally imposed—image, and of becoming himself convinced he actually embodies it, he loses touch with his actual self. The narcissist is in love with himself but does not love himself, because he is in love with himself through the external eyes of the others rather than the internal eyes of his own soul. In essence, he fails to see himself for who he really is (because the externally-derived projections of his self-estrangement stand in the way).


     Bust also furthermore, being in love with someone—and therefore being in love with the projections of my own needs and desires— rather than loving him, means that I lack that someone and I need him in order to feel whole. On top of it not being a relationship with the actual person—and therefore not a “true relationship” in that sense—it is a relationship of need, it is underlined by the dynamics of addiction. The alternating highs and lows characteristic of being in love appear in narcissism as the unrealistically high self-esteem (the “I am perfect and people must worship me!”) and the profound insecurity it aims to defend the subject from (and from which it stems).


     Therefore, while it first appears and serves as a defense mechanism, and while it has the appearance of love of the subject towards himself, narcissism is ultimately unable to satisfy his actual needs for self-connection just as much as it fails to satisfy his needs for connection with others.

Περί Ορθοσωμίας

Δεν υπάρχει σωστή και λάθος στάση!


Και είναι σημαντικό να καταλάβουμε γιατί…


Η στάση δεν εξαρτάται μόνο από μηχανικούς παράγοντες (το γενετικό υλικό, τη στάση του εμβρύου στη μήτρα, την σκελετική μορφή, τις μυϊκές βραχύνσεις, κοκ), αλλά καθορίζεται θεμελιωδώς από την ψυχική κατάσταση του υποκειμένου.


Ο βασικός παράγοντας που καθορίζει την στάση είναι ο μυϊκός τόνος: ο βαθμός νευρικής ενεργοποίησης του κάθε μυ σε κατάσταση ηρεμίας. Αυτός ο μυϊκός τόνος, ωστόσο, καθορίζεται σε κεντρικό βαθμό από ψυχικούς και όχι μηχανικούς παράγοντες: όταν είμαι αγχωμένος, η άνω μοίρα του τραπεζοειδή έχει αυξημένο μυικό τόνο (γι’αυτό και το χρόνιο άγχος συνδέεται με αυχενικά προβλήματα).


Και, όπως η ψυχική κατάσταση του καθένα από εμάς, η στάση δεν διαφέρει μόνο από άτομο σε άτομο, αλλά διαφέρει και στο ίδιο άτομο από στιγμή σε στιγμή: άλλη στάση έχω όταν είμαι κουρασμένος και άλλη όταν είμαι ξεκούραστος, άλλη όταν είμαι αγχωμένος και άλλη όταν είμαι ήρεμος, άλλη όταν είμαι θυμωμένος ή όταν είμαι γαλήνιος, άλλη όταν φοβάμαι, άλλη όταν ντρέπομαι, όταν είμαι γεμάτος αυτοπεποίθηση, όταν είμαι χαρούμενος, όταν είμαι καταθλιπτικός. Η φυσική στάση του κάθε ανθρώπου την κάθε χρονική στιγμή αποτελεί θεμελιώδη έκφραση του ψυχισμού του (ο αγαπητός Βιτγκενστάιν, ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του εικοστού αιώνα, είχε παρατηρήσει ότι το ανθρώπινο σώμα είναι η καλύτερη εικόνα που έχουμε για την ανθρώπινη ψυχή).


Επομένως, οι έννοιες «καλή» και «κακή» στάση, δηλαδή το να κρίνω ένα συγκεκριμένο εύρος στάσεων ως καλές και όλες τις υπόλοιπες ως κακές, αποτελούν ηθική αξιολόγηση (όπως λέμε «καλή» και «κακή» πράξη, ή «καλός» και «κακός» άνθρωπος). Κατ’ουσίαν περιέχουν κρυμμένες ηθικές αξίες: είναι καλό ένα παιδί που έχει υψηλή αυτοπεποίθηση και κακό ένα παιδί που έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση. Αυτό απορρέει από το γεγονός ότι η ψυχική υγεία αποτελεί ταμπού για την κοινωνία στην οποία ζούμε: το να είσαι καλά αποτελεί ηθική επιταγή και αν δεν είσαι πρέπει να το κρύβεις φορώντας ένα ψεύτικο χαμόγελο όποτε σε ρωτάνε «τί κάνεις;». Το πρότυπο στο οποίο οφείλει ο κάθε ένας από εμάς να μοιάζει είναι ο Captain America.


Στην βάση της, η λογική της «ορθοσωμίας» στον χώρο της άσκησης και της φυσιοθεραπείας είναι η λογική του ψεύτικου χαμόγελου: να μάθει ο ασκούμενος να στέκεται σωστά (η ίδια η έννοια «ορθοσωμία» βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχει σωστή και λανθασμένη στάση). Να μάθει κανείς να, αντιστέκεται, να πολεμάει, να νικήσει αυτό που βγαίνει από μέσα του. Είναι το “εγώ” εναντίον του ασυνείδητου. Οι εξωγενείς κοινωνικές αξίες εναντίον της φύσης.


Ωστόσο, όπως είχε εύστοχα παρατηρήσει ο φίλτατος Francis Bacon: “Nature is often hidden, sometimes overcome, seldom extinguished.” Με την παραδοσιακή λογική της ορθοσωμίας—την λογική του να ενδυναμώσουμε τους ανταγωνιστές μύες και στη συνέχεια, μέσω παραινέσεων, υπενθυμίσεων και συμπεριφορικών παρεμβάσεων, να εγκαθιδρύσουμε και να ενισχύσουμε τη συνήθεια «να καθόμαστε ίσια»—αυξάνουμε τα χρόνια ενδογενή φορτία του σώματος. Για παράδειγμα, αν λόγω χρόνιου άγχους έχω υπερτονική άνω μοίρα του τραπεζοειδή και ως παρέμβαση προσπαθώ να κάθομαι σωστά ενεργοποιώντας ενσυνείδητα την κάτω μοίρα του τραπεζοειδή, τα συνολικά φορτία πάνω στην σπονδυλική στήλη (από όπου εκφύεται ο τραπεζοειδής) θα αυξηθούν (εδώ κάποιος μπορεί να εκφράσει την ένσταση οτι, ενεργοποιώντας την κάτω μοίρα, η άνω μοίρα αναχαιτίζεται μέσω του μηχανισμού reciprocal inhibition των νωτιαίων αντανακλαστικών… ωστόσο οφείλει να αναρωτηθεί αν η αναχαίτιση του ψυχογενούς κεντρικού σήματος που παράγει τον μυικό τόνο είναι ολική ή μόνο μερική). Η κοινή λογική επιτάσσει ότι σε βάθος χρόνου το μόνιμα αυξημένο αυτό φορτίο θα προδιαθέτει σε τραυματισμούς υπέρχρησης, ειδικά όταν ασκείται στις συγκριτικά ευαίσθητες δομές της σπονδυλικής στήλης.


Εξίσου σημαντικό είναι να αναλογιστούμε τί μπορεί να σημαίνει η προσέγγιση της ορθοσωμίας για την ψυχική και την κοινωνική υγεία του ανθρώπου.


Παραπάνω έγινε ήδη μια σύντομη αναφορά στην κοινωνική πτυχή: υποδύομαι μια ψεύτικη εικόνα για να αλληλεπιδράσω με τους γύρω μου. Δεν τους αφήνω να δουν ποιος πραγματικά είμαι. Μέσα από αυτό μπορεί να κερδίζω κοινωνική αποδοχή, αλλά η αποδοχή αυτή, οι φιλοφρονήσεις και τα συναισθήματα των γύρω μου, δεν απευθύνονται πραγματικά σε εμένα αλλά στην ψευδή εικόνα που καλλιεργώ και προβάλλω προς τα έξω. Χρησιμοποιώ αυτή την μάσκα για να κερδίσω την συντροφικότητα που έχουμε όλοι μας ανάγκη, αλλά πίσω από την μάσκα παραμένω μόνος.


Ψυχικά βασίζεται στην δημιουργία ενοχικότητας («δεν είμαι αρκετά καλός») και εσωτερικής σύγκρουσης («πρέπει να νικήσω αυτό που βγαίνει από μέσα μου»… η ψυχική αυτή αμφιθυμία βρίσκει την σωματική της εκδήλωση στην αύξηση των ενδογενών μηχανικών φορτίσεων), δηλαδή στην μη-αποδοχή του εαυτού, που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην εσωτερική αποξένωση του υποκειμένου από τα συναισθήματα και τον βαθύτερό του εαυτό, και ακόμα και στην αποσύνδεσή του από το ίδιο του το σώμα: η, καλή ή κακή, στάση μου είναι κάτι που «έχω» (και που χρησιμοποιώ στην αλληλεπίδρασή μου με τους γύρω μου) όχι κάτι που «είμαι». Είναι ένα περιουσιακό αντικείμενο και όχι μια πηγαία έκφραση του ψυχισμού μου, η άρρηκτη ενότητα ψυχής και σώματος. Με δυο λόγια, η βασική λογική της «ορθοσωμίας» ενισχύει την ήδη υπάρχουσα εσωτερική αλλοτρίωση που βιώνουμε όλοι στη σύγχρονη κοινωνία: τα συναισθήματα, το ασυνείδητο, ο βαθύτερος εαυτός, το ίδιο μας το σώμα είναι κάτι ξένο από εμάς και πρέπει να του επιβληθούμε.


Ωστόσο υπάρχει μια εναλλακτική προσέγγιση της στάσης, μέσω της οποίας ο γυμναστής και ο φυσιοθεραπευτής μπορούν να συμβάλλουν θετικά προς την σωματική, κοινωνική και ψυχική υγεία του ανθρώπου.


Η στάση του κάθε ένα από εμάς είναι απόρροια πολυετών ψυχικών διεργασιών (που συνήθως έχουν την κεντρική πηγή τους στα παιδικά μας χρόνια) και είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι ψυχικές αυτές διεργασίες έχουν πρωτεύον ρόλο. Είναι ωστόσο σημαντικό και να κατανοήσουμε ότι έχουν ως μακροχρόνιο αποτέλεσμα τη δημιουργία μηχανικών περιορισμών στους οποίους, ως επιστήμονες της κίνησης, μπορούμε να παρέμβουμε ουσιαστικά. Αν λόγω χρόνιου άγχους έχω υπερτονικότητα στην άνω μοίρα του τραπεζοειδή, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα και την χρόνια αναχαίτιση της κάτω μοίρας (μέσω του προαναφερθέντος νωτιαίου αντανακλαστικού) και αυτό έχει πλαστικές επιδράσεις: ο ασκούμενος ενδέχεται να μην μπορεί να ενεργοποιήσει την κάτω μοίρα ακόμα και όταν προσπαθεί (έχει χαθεί το κοινώς λεγόμενο “body-mind connection”). Η τοπική περιτονία μπορεί και αυτή να έχει υποστεί πλαστικές αλλαγές (π.χ. μόνιμης βράχυνσης), οι μυοπεριτονιακές αλλαγές μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία περιοχών χρόνιας υποξαιμίας, κοκ. Προχωρώντας κατά μήκος της κινητικής αλυσίδας μπορεί να δούμε και άλλες χρόνια επηρεασμένες δομές (π.χ. συχνά συνυπάρχουν αναχαιτίσεις σε άλλους μύες όπως τον πρόσθιο οδοντωτό, το διάφραγμα, κτλ, όπως και βραχύνσεις σε θωρακικούς, λαγονοψοΐτες, κτλ, trigger points στους υπερτονικούς μύες, κοκ).


Ως επιστήμονες της κίνησης, τέτοιες πλαστικές αλλαγές μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε ως παθολογικές: αν ο ασκούμενος δεν μπορεί να ενεργοποιήσει έναν συγκεκριμένο μυ αυτό θα πει ότι πλέον ο ψυχισμός του έχει χάσει την πρόσβαση σε αυτόν (καθώς και στα κινητικά πρότυπα στα οποία συμμετέχει) ως μέσο έκφρασης. Τέτοιες χρόνιες δυσλειτουργίες γίνονται περιορισμοί που εμποδίζουν με τη σειρά τους την επίτευξη της ψυχικής υγείας. Τα αρχικά ψυχικά “τραύματα” που επέβαλαν την «κακή» στάση, δημιουργούν σωματικά “τραύματα” που εμποδίζουν την μετέπειτα ψυχική επούλωση και ανάπτυξη.


Μέσω της καλής αναγνώρισης και παρέμβασης σε τέτοιες νευρομυϊκές δυσλειτουργίες, έχουμε την δυνατότητα να συμβάλλουμε ουσιαστικά στην διαδικασία ψυχικής απελευθέρωσης του ασκούμενου. Μέσω παρεμβάσεων νευρομυικής ενεργοποίησης των αναχαιτισμένων μυών, μάλλαξης των υπερτονικών, και μυοσκελετικής κινητοποίησης, μπορούμε να εγκαθιδρύσουμε τις βάσεις για μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης. Στη συνέχεια, μέσω αξιολόγησης της ποιότητας της κίνησης—αρχικά σε περιορισμένο πλαίσιο (π.χ. μπορεί ο ασκούμενος να εκτελέσει μια οριζόντια πίεση και έλξη των άνω άκρων με αρμονική κίνηση ωμοπλάτης και βραχίονα; μπορεί να εκτελέσει ένα κάθισμα με αρμονική κατανομή των φορτίων σε ισχία και γόνατα;) και στη συνέχεια σε πιο εκτενές (π.χ. μπορεί να προσγειωθεί και να αλλάξει κατεύθυνση με σταθερότητα, αρμονική κατανομή φορτίων και κινητική ρευστότητα;)—μπορούμε να δώσουμε στο σώμα ευρύτερο κινητικό λεξιλόγιο και φρασεολόγιο. Και τέλος, με δημιουργικές κινητικές δραστηριότητες που στρέφονται προς τον εξωτερικό (π.χ. αναρρίχηση, παρκούρ, κτλ) και τον εσωτερικό (π.χ. γιόγκα, σύγχρονος χορός, κτλ) κόσμο, μπορούμε να προσφέρουμε στην ψυχή την ευκαιρία να εξερευνήσει τις εκφραστικές δυνατότητες του σώματός της και, με αυτόν τον τρόπο, να ανοίξουμε τον δρόμο προς την επούλωση, την ανάπτυξη και, τελικά, την αυτοπραγμάτωσή της.


Κλειδί για την συμβολή του επιστήμονα της κίνησης προς την ψυχοσωματική άνθιση του ασκούμενου είναι ακριβώς ότι η συμβολή αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την επιβολή εξωγενών κανόνων και προτύπων, μέσα από την απαίτηση να συμμορφωθεί η ψυχή του ανθρώπου που έχουμε μπροστά μας σε δεδομένες κοινωνικές ηθικές αξίες… παρά μόνο μέσα από την άρση εμποδίων που της στερούν την ελευθερία να εξερευνήσει έναν εκτενέστερο χώρο και τρόπο ύπαρξης.


Έτσι και στα παιδιά που γυμνάζεις και φροντίζεις να λες, όχι «να στέκεσαι όρθια», αλλά «είθε να στέκεσαι όρθια». Αυτά θα την καταλάβουν την διαφορά.






Σωκράτης:

Είναι λοιπόν δυνατόν να κατανοήσουμε την φύση της ψυχής χωρίς την κατανόηση της φύσης όλου του ανθρώπου;


Φαίδρος:

Αν οφείλουμε να ακούσουμε τον Ιπποκράτη, ούτε την φύση του σώματος μπορούμε να γνωρίσουμε χωρίς αυτή τη μέθοδο.


Σωκράτης:

Και καλά λέει, φίλε μου.


(Πλάτων, Φαίδρος, 270c) 

Ελευθερία

      Η λογική σκέψη, όπως και ο κόσμος γύρω μας, φαίνεται να υπόκειται σε ένα είδος φυσικής νομοτέλειας: στους νόμους της λογικής, των μαθηματικών. Πέρα από αυτόν τον πυρήνα καθαρής λογικής, η σκέψη φαίνεται να υποκείται και σε κάποιου είδους ψυχολογικών νόμων, σε ενός είδους συστηματικών τροποποιήσεων της καθαρής λογικής ροής της που διαμορφόνωνται και πυροδοτούνται από τις προσωπικές εμπειρίες: τους φόβους, τα τραύματα, τις αντιλήψεις, τις ιδεολογίες, τον κοινωνικό προγραμματισμό—την κοσμοθεωρία, ας πούμε, του κάθε ανθρώπου. Επομένως, ίσως μπορεί κανείς να διακρίνει μια οπτική γωνία από την οποία φαίνεται πως, όταν χρησιμοποιείς την σκέψη για να επιλέξεις τί θες, η θέλησή σου δεν είναι ελεύθερη αλλά δέσμια μιας κάποιας νομοτέλειας.

     Ωστόσο φαίνεται να υπάρχουν και πράγματα εκτός—ή μάλλον υπεράνω—της φυσικής νομοτέλειας: το γεγονός της ίδιας της ύπαρξης του φυσικού κόσμου, οπως και της ύπαρξης της συνείδησης, δεν μπορούν να εξαχθούν από αυτήν την νομοτέλεια, αποτελούν κυριολεκτικά θαύματα. Το οτι υπάρχει ο κόσμος είναι ένα συνεχές θαύμα, το οτι υπάρχουμε εμείς και οι αισθήσεις μας είναι ένα συνεχές θαύμα, και το οτι, ανάμεσα σε όλες τις υπόλοιπες φωνές (της λογικής, των εμπειριών, των ιδεολογικών αντιλήψεων), υπάρχει και μια ζωηρή—ζωογόνος και δημιουργική—φωνή μέσα μας είναι ένα συνεχές θαύμα.

     Τότε η θέληση είναι ελεύθερη όταν ακολουθείς όχι την σκέψη, αλλά αυτό που είναι ζωντανό μέσα σου. Η ελευθερία δεν έρχεται με την πράξη της επιλογής, αλλά με το να μάθεις να διακρίνεις, να αφουγκράζεσαι, και να υπηρετείς αυτό το διαρκές θαύμα. Αυτή είναι μια μάθηση που είναι ταυτόχρονα και το αντίθετο της μάθησης. Είναι μια προσπάθεια που είναι ταυτόχρονα και αβίαστη. Μια πράξη που είναι ταυτόχρονα και απραξία.

     Ίσως με κάποιου είδους αντιστοιχία, η βαθύτερη σημασία της αλήθειας είναι η άρση της λήθης: είναι η ανάμνηση—η επαναφορά στη μνήμη—του ατέρμονου θαύματος στο οποίο στηρίζεται η πραγματικότητα. Επομένως, τουλάχιστον υπό μια σημαντική έννοια, η αλήθεια δεν περιμένει να την ανακαλύψουμε στην εξωτερική πραγματικότητα. Περιμένει να την ανακαλύψουμε—να ξεσκεπάσουμε αυτό που έχει καλυφθεί—μέσα μας. Έτσι και η ελευθερία, με έναν παράδοξο τρόπο, δεν κρύβεται στην πράξη της επιλογής, αλλά σε αυτή της αφιέρωσης... της παράδοσής μας στο ιερό που κυλάει στα θεμέλια της ύπαρξης και αναζητεί να εκφραστεί μέσα από εμάς.

Inner world

    Your body is a part of the material world that you get to experience from the inside. From sensations of soft tingling to tightness to pain… that’s your direct experience of the condition of the matter of your body at any given moment.

    And you don’t just get to experience the state of the matter in your body (the “just” in this sentence verging on satire, as if to say “not just a veritable miracle”): your body is a living part of the material world.


    One could perhaps say that the matter within a rock changes in rather small, simple and slow ways. Or that the matter within a glass of water moves faster compared to a rock and changes states by freezing and thawing, but is still comparatively inert. The matter within a living body, however… that’s innumerable movements, an unfathomable number or chemical reactions, incredibly complex changes in activity and form in each and every instant, the complexity of which is no smaller than the complexity of the physical world at large. In fact, it is an expression of the laws of physics, as intricate and as majestic as any other part of the cosmos.


    We get to directly experience a living part of the universe from the inside. Our ever-changing sensations, the inexpressible subtlety of our ever-transforming emotional states, all of our thoughts, phantasies and dreams… the manifestations in our internal world are expressions of the universe as real, as glorious and as meaningful as anything we might ever hope to observe outside of us (even our amazement at the wonders of the outside world could perhaps be viewed as stemming from our desire to ultimately understand ourselves). And, them being expressions of the inner workings of nature herself, I think one would be well justified to say that they are also a direct personal portal to the wisdom of the universe. All we need to do is direct our attention, curiosity and adventurous spirit for exploration on these marvels.

Η σαιζόν των Τρικάλων στην Α1 (2016-2017)

Η σαιζόν 2016-2017 ήταν η τέταρτη συνεχόμενη χρονιά της ομάδας μπάσκετ των Τρικάλων στην Α1 ανδρών και στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία.

Αυτό το βίντεο καταγράφει στιγμιότυπα της ομάδας εντός και εκτός του γηπέδου, συμπεριλαμβανομένων και στιγμιοτύπων από την προπόνηση αθλητικής βελτίωσης των παικτών: